χούφταλο

χούφταλο
και φούχταλο, το, Ν
(σκωπτ.) πολύ γέρος άνθρωπος που δεν έχει καμία σωματική ή ψυχική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούχτα / χούφτα + κατάλ. -αλο (πρβλ. θρύψ-αλο). Κατ' άλλους, ωστόσο, ο τ. έχει προέλθει μέσω ιδιωματικού τ. κούφταλο / κούχτελο από το ρ. κύπτω «σκύβω» (για την τροπή τών συμφώνων και τού φωνήεντος -υ- σε -ου
βλ. λ. χούφτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κούφταλο — το βλ. χούφταλο …   Dictionary of Greek

  • σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… …   Dictionary of Greek

  • φούχταλο — το, Ν βλ. χούφταλο …   Dictionary of Greek

  • γερομπαμπαλής — ο ο πολύ γέρος, το χούφταλο: Κοίτα το γερομπαμπαλή, γλυκοκοιτάζει τις κοπέλες! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούφταλο — κούφταλο, το και χούφταλο, το άνθρωπος πολύ γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούχταλο — φούχταλο, το και χούφταλο, το ο πολύ γέρος, ο πολύ ηλικιωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”